κώθων. v σκευοφόρος εἰ̣[ς τὸ] ἱαρ[ὸν] ἕρ̣π̣ων, ἐπεὶ ἐγένετο περὶ τὸ δε-
καστάδιον, κατέπετ̣ε· [ὡς δὲ] ἀνέστα, ἀνῶιξε τὸγ γυλιὸν̣ κα[ὶ ἐ]πεσκό-
πει τὰ συντετριμμένα σκ[ε]ύη· ὡς δ’ εἶδε τὸγ κώθωνα κατε[αγ]ότα,
ἐξ οὗ ὁ δεσπότας εἴθιστο [π]ίνειν, ἐλ̣υπεῖτο καὶ συνετίθει [τὰ] ὄ-
5στρακα καθιζόμενος. ὁδο[ι]πόρος οὖν τις ἰδὼν αὐτόν· "τί, ὦ ἄθλιε," [ἔ]-
φα, "συντίθησι τὸγ κώθωνα [μά]ταν; τοῦτον γὰρ οὐδέ κα ὁ ἐν Ἐπιδαύ-
ρωι Ἀσκλαπιὸς ὑγιῆ ποῆσαι δύναιτο." ἀκούσας ταῦτα ὁ παῖς συν-
θεὶς τὰ ὄστρακα εἰς τὸγ γυλιὸν ἧρπε εἰς τὸ ἱερόν· ἐπεὶ δ’ ἀφίκε-
το, ἀνῶιξε τὸγ γυλιὸν καὶ ἐξαιρεῖ ὑγιῆ τὸγ κώθωνα γεγενημέ-
10νον καὶ τῶι δεσπόται ἡρμάνευσε τὰ πραχθέντα καὶ λεχθέντα. Ὡ-
ς δὲ ἄκουσ’, ἀνέθηκε τῶι θεῶι τὸγ κώθωνα.
Κώθων. Ἕνας μεταφορέας σκευῶν, καθὼς ἐβάδιζε πρὸς τὸ ἱερὸ καὶ ἔφθασε στὸ δεκαστάδιον[1]
80ἔπεσε. Μόλις σηκώθηκε, ἄνοιξε τὸ γυλιὸ καὶ ἐξέταζε
τὰ σπασμένα ἀγγεῖα. Μόλις εἶδε σπασμένο τὸν κώθωνα,
ἀπ᾽ ὅπου ὁ κύριός του συνήθιζε νὰ πίνει, λυπήθηκε, κάθισε κάτω καὶ
ἐπιχειροῦσε νὰ συνθέσει τὰ κομμάτια τοῦ ἀγγείου. Τὸν εἶδε ἕνας ὁδοιπόρος καὶ τοῦ εἶπε:
ταλαίπωρε, τί προσπαθεῖς μάταια νὰ ἀνασυνθέσεις τὸν κώθωνα; Αὐτὸν οὔτε ὁ
85Ἀσκληπιὸς τῆς Ἐπιδαύρου δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὸν κάνη καὶ πάλι ἀκέραιο. Τὰ ἄκουσε ὁ δοῦλος,
μάζεψε τὰ κομμάτια στὸ γυλιὸ καὶ βάδισε πρὸς τὸ ἱερό. Ὅταν
ἔφθασε, ἀνοίγει τὸν γυλιὸ καὶ βγάζει ἀκέραιο τὸν κώθωνα,
καὶ μαρτυρᾶ στὸν κύριό του ὅσα ἔγιναν καὶ ὅσα εἰπώθηκαν.
Μόλις ἐκεῖνος τὰ ἄκουσε, ἀφιέρωσε τὸν κώθωνα στὸν θεό.